μεγάκροτος

μεγάκροτος
μεγά-κροτος, sehr lärmend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγάκροτος — μεγάκροτος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος, χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

  • μεγακροτώ — μεγακροτῶ, έω (Μ) [μεγάκροτος] κάνω μεγάλο κρότο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”